- ἐπιγυμνάζω
- ἐπιγυμν-άζω,A exercise excessively, Philostr.Gym.51; exercise again, ib.53:—Pass, take exercise at or in,
τοῖσι γυμνασίοισι Hp.Insomn.88
: abs., dub. in Ph.1.467.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῖσι γυμνασίοισι Hp.Insomn.88
: abs., dub. in Ph.1.467.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιγυμνάζω — ἐπιγυμνάζω (Α) 1. εξασκώ, γυμνάζω κάποιον εντατικά 2. γυμνάζω κάποιον επανειλημμένα 3. μέσ. ἐπιγυμνάζομαι εξασκούμαι σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐπιγύμναζε — ἐπιγυμνάζω exercise excessively pres imperat act 2nd sg ἐπιγυμνάζω exercise excessively imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγυμνάζειν — ἐπιγυμνάζω exercise excessively pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγυμνάζεσθαι — ἐπιγυμνάζω exercise excessively pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ … Dictionary of Greek